- υγροποιητικός
- -ή, -όπου αναφέρεται ή συντελεί στην υγροποίηση (βλ. λ.), ρευστοποιητικός: Υγροποιητική θερμοκρασία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υγροποιητικός — ή, ό, Ν [υγροποιώ] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή, κυρίως, συντελεί στην υγροποίηση … Dictionary of Greek